- ψυχοφυσιολογικός
- -ή, -ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοφυσιολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοφυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοφυσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)